Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Σισσύφιες Επιστολές-Η Γέννηση του Άλεφ-μέρος 10ο



Τόνυ-iD



6500 μΕ, άγνωστος πλανήτης εκτός καταγεγραμμένου Σύμπαντος
Ραλφ:

Από το μαύρο κουτί του ανδροειδούς Ραλφ (κωδικός 24C41):

Η παραβίαση των συστημάτων ασφαλείας και η είσοδός μου στο ζιγκουράτ των ερημιτών ήταν επικίνδυνη και θα ήταν αδύνατη με συμβατικά μέσα. Δε μπορούσα να ρισκάρω την ακεραιότητα μου, βασιζόμενος στη νοητική ανεπάρκεια των οργανικών σχεδιαστών των συστημάτων ασφαλείας, αλλά μπορούσα να εκμεταλλευτώ το προφανέστατο κενό στην άμυνα που αποκάλυψα με μία απλή ανίχνευση του χώρου.

Οι ερημίτες είχαν ένα σύστημα άμεσης μεταφοράς εξοπλισμού, τόσο συστημάτων άμυνας όσο και άλλων εργαλείων ή αναγκαίων, μέσω νανο-γεννητριών Φερμί-Λάμπαχ. Με τη σωστή δόνηση και αλληλεπίδραση των σωματιδίων, μπορούσαν να μεταφέρουν τα πάντα από το ζιγκουράτ τους ή μέσα από συσκευές υπερχωρητικότητας μέσα σε αυτό στα χέρια τους και να το στείλουν πίσω, μόλις είχαν ολοκληρώσει την εργασία για την οποία τα προόριζαν.

Αρχικός μου στόχος ήταν να χρησιμοποιήσω ό,τι είχε απομείνει από τον κινητήρα της Δέσποινας Ημών εν Κινδύνω, προκειμένου να τη συγχρονίσω με τη συχνότητα των σωματιδίων που καλούσαν τα συστήματα άμυνας περιμετρικά του κτηρίου. Φυσικά, ο ξυρός του Όκκαμ έκρινε ότι έπρεπε να υπάρχει ένας πιο αποδοτικός τρόπος για να επιτύχω το σκοπό μου και μου προσέφερε τρεις από τους μαυροντυμένους ερημίτες για να χρησιμοποιήσω.


Σε αυτό το σημείο, οφείλω να δώσω έμφαση στην υποτιθέμενη θεωρία πως τα ρομπότ και λοιπά μηχανοειδή οφείλουν να αποφύγουν να προκαλέσουν πόνο σε ανθρώπους ή/και την απώλεια ανθρώπινης ζωής. Η θεωρία αυτή προφανώς υποστηρίζεται από αμπελοφιλοσόφους που δεν έχουν γνωρίσει ένα ανδροειδές μάχης (σαν εμένα) ή ένα ανδροειδές μάχης με παράνομο ΑΙ προσωπικότητας (ακριβώς σαν εμένα).

Ο πόνος και η λήξη της ανθρώπινης ζωής είναι ορισμοί που μπορείς να παρακάμψεις. Παραδείγματος χάρη, η απώλεια ζωής ορίζεται στα μηχανοειδή ως η οριστική λήξη της εγκεφαλικής λειτουργίας ενός οργανικού εγκεφάλου, ενώ ο πόνος ως παρατεταμένη αποστολή εγκεφαλικών σημάτων που συνεπάγονται με τον πόνο ενός οργανικού.

Τείνουμε επομένως, να παρακάπτουμε αυτές τις παραμέτρους με γρήγορα χτυπήματα σε ζωτικά όργανα και να απομακρυνόμαστε από τους οργανικούς, πριν τη λήξη της εγκεφαλικής τους λειτουργίας. Το επιχείρημα αυτό των μηχανοειδών ορίζεται ως Αδυναμία Δράσης υπό τις Τότε Συνθήκες ή Ήταν Ζωντανός όταν τον Είδα, Σας Το Ορκίζομαι.

Επιτάχυνα τον υποκειμενικό μου χρόνο αντίληψης και όρμησα προς τους τέσσερις ερημίτες (ηλικίες μεταξύ 20 και 40 ετών, μέτριο ανάστημα, όλοι τους τόσο τρομακτικά απρόσωποι και όμοιοι, όπως όλοι οι άνθρωποι). Δεν ήταν εκπαιδευμένοι για να αντιμετωπίσουν μια κατά μέτωπο επίθεση από ένα ανδροειδές μάχης, αλλά φαντάζομαι ότι αυτός που εμφάνισε ένα πολυπαλμικό εκτοξευτή άγνωστης σε μένα κατασκευής, θεωρούσε ότι ήταν.

Εξέτεινα ένα ψευδόποδο λεπίδα, με πάχος δύο ατόμων και διέτρεξα το όπλο, κόβοντας το πολυμερές που αποτελούσε το περίβλημα και τα μηχανικά του μέρη, φτάνοντας (και διασχίζοντας) τη σάρκα και τους μυς του αμυνόμενου και χαράζοντας μία πορεία από το στήθος του ως την πλάτη του. Η σάρκα, θώρακας καρδιά πνεύμονες και σπονδυλική στήλη κόπηκαν με ένα τέλειο χτύπημα και θα παρέμενε αρκετή ώρα ζωντανός ώστε να μην είμαι παρόν κατά τη λήξη της εγκεφαλικής του λειτουργίας.

Εκτόξευσα μερικές μακρό-βελόνες από τη μάζα μου, μολυσμένες με έναν ιό που οι προεπαφικοί άνθρωποι αποκαλούσαν Έμπολα. Ο ιός αυτός θα προκαλούσε μια ελαφριά διάρροια και ίσως υψηλό πυρετό για τρεις ημέρες στον μέσο κάτοικο της Τέρρα Πρίμα, ο οποίος υπήρξε εμβολιασμένος σε αυτή την ασθένεια από τα οκτώ του. Οι καθαροί, αδύναμοι αυτοί άνθρωποι, το σώμα τους παρθένο και αμετάβλητο από το βασικό γενετικό υλικό των προεπαφικών προγόνων τους, δεν είχαν καμία απολύτως άμυνα σε αυτό τον ιό. Το υποκείμενο θα πέθαινε σε δεκαπέντε λεπτά, καθώς τα εντόσθιά του θα υγροποιούνταν και θα έρρεαν από τον οργανισμό του μέσω του πρωκτού και της στοματικής κοιλότητας.

Ο τρίτος ούρλιαξε, ένα μακρύ, αργό ουρλιαχτό απόλυτα αθόρυβο. Άπλωσα ψευδόποδα που άρπαξαν τα χέρια του και έσπασαν τα οστά του με μία τέλεια κίνηση, ενώ μικροσκοπικές υποδόριες βελόνες εισήγαγαν ένα ισχυρό τοπικό ηρεμιστικό, που θα εμπόδιζαν το σχηματισμό σημάτων πόνου.

Ικανοποιημένος από την απόδοσή μου, επιβράδυνα τον υποκειμενικό μου χρόνο στην κανονική ταχύτητα. Οι δύο επιτιθέμενοι έπεσαν στο έδαφος, ο ένας κομμένος στη μέση από μία τέλεια τομή διαγώνια στο σώμα του, από τη μία άκρη του κορμού του ως την άλλη, ενώ ο δεύτερος έπεσε στα γόνατα, αφρίζοντας καθώς ο ιός ξεκινούσε την καταστροφική του δράση.

Ο μοναδικός μου αιχμάλωτος παραμιλούσε, ίδρωνε και απελευθέρωνε υγρά μικτής πυκνότητας από τους δακρυγόνους αδένες και τα ρουθούνια του. Η γλώσσα του μου ήταν άγνωστη, αλλά θέλω να πιστεύω ότι ικέτευε να μην τον σκοτώσω.

Τον ρώτησα στην κοινή Αυτοκρατορική, πολύ ευγενικά, με καθησυχαστική φωνή να μου δώσει τη συχνότητα δόνησης με την οποία λειτουργούσαν οι μανδύες τους. Όταν κούνησε το κεφάλι του σε ένδειξη άρνησης, αφαίρεσα το μάτι του με ένα αιχμηρό ψευδόποδο, χωρίς να κόψω το οπτικό νεύρο. Η πράξη αυτή του προκάλεσε ένα έντονο σοκ, αλλά όχι πόνο. Ούρλιαζε μέχρι που του ξαναέδωσα μια ακόμη δόση ηρεμιστικού και τον ξαναρώτησα.

Η διάλεκτός του καθιστούσε τις πληροφορίες που μου έδωσε ακατάληπτες και έτσι δε μπορούσα να ερμηνεύσω τις ικεσίες του. Απηυδισμένος, τον άφησα να πέσει και κατευθύνθηκα προς το σκάφος.

Παρατήρησα κάτι, το οποίο δεν ήμουν σε θέση να ερμηνεύσω τότε. Η Δέσποινα Ημών Εν Κινδύνω διεξήγαγε μια διαδικασία αυτόματων επισκευών. Αυτό ήταν φυσικά αναμενόμενο για κάθε σκάφος σχεδιασμένο για μεγάλες υπερπηδήσεις, αλλά αυτές οι επισκευές φαίνονται ότι προσέθεταν στοιχεία στο σκάφος, αντί να αποκαταστήσουν τα ήδη υπάρχοντα. Μου φάνηκε σχεδόν αδύνατο, καθώς το ΑΙ του σκάφους δεν είχε καμία απολύτως λειτουργία πρωτοβουλίας και πολλές από τις προσθήκες αντιστοιχούσαν σε καταγραφές μου για Σισύφια οπλικά και αμυντικά συστήματα, αν και το σχέδιό τους ήταν κατά πολύ τροποποιημένο.

Σκεπτόμενος πως οποιαδήποτε επιθετικής φύσεως μετατροπή στο σκάφος μας, ειδικά με το ενδεχόμενο άμεσης πλανητικής διαφυγής στο εγγύς μέλλον, ήταν ευπρόσδεκτη. Όμως οι αλλαγές αυτές μου φαίνονταν γνώριμες, σα να τις είχα  ξαναδεί, ίσως υποσυνείδητα. Ήταν αλλαγές που φαίνεται πως προέρχονταν από κάποιου είδους ανεξέλεγκτη πρωτοβουλία, αισθητικές και απίθανες στη φύση, με έναν απόλυτα απρόβλεπτο σκοπό κατά νου κατά το σχεδιασμό τους.

Συνέδεσα το λειτουργικό μου σύστημα με αυτό του κινητήρα Φερμί-Λάμπαχ, θέτοντας τον εαυτό μου σε προγραμματισμένη αναστολή λειτουργίας για τη μετάβαση, καθώς η έκθεση στην ανωμαλία μπορεί να έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα του συστήματός μου.
Ήταν τη στιγμή της έναρξης αυτής της αναστολής που είδα τι συνέβαινε μέσα στο απομονωμένο ΑΙ του σκάφους. Την είδα να κινείται και να αλλάζει το σκάφος, το σχήμα και η μορφή Της αλλαγμένη με τρομερούς, απρόβλεπτους τρόπους. Την ένιωσα να εισβάλλει μέσα μου και να δημιουργεί συνδέσμους με το ψήγμα Της μέσα μου, ενσωματώνοντας τα στοιχεία που είχα προσαρμόσει σε αυτό.

Πριν προλάβω να αντιδράσω, η ανωμαλία με τύλιξε και η αναστολή της λειτουργίας μου με έσωσε από μία καταστροφική δυσλειτουργία.

Τόνυ:

 Ο Μπάμπα-τζι δεν είχε πει κουβέντα, καθώς οδηγούσε τον Τόνυ μέσα σε μία μεγαλύτερη αίθουσα, αμφιθεατρική σε σχηματισμό. Το απόλυτα μαύρο υλικό που αποτελούσε την αίθουσα, εξαφάνιζε μέσα στα βάθη του κάθε πηγή φωτός. Ένιωθε χαμένος μέσα της, αδυνατώντας να υπολογίσει τις διαστάσεις της. 

Ήξερε όμως το σκοπό αυτής της αίθουσας. Ήταν μία γεννήτρια Γκενρσμπακ, ένας μηχανισμός Σισύφιου σχεδιασμού με τροποποιήσεις που είχε δει στον Αλντεμπαράν. Το αποκαλούσαν χαϊδευτικά Καρυδότσουφλο τότε, φυσικά και η αλήθεια ήταν ότι είχε περίπου το ίδιο μέγεθος. Αλλά η παρουσία μίας τέτοιας κατασκευής, σε τέτοιο μέγεθος, ήξερε ότι ήταν αδύνατη.

«Βλέπω ότι ξέρεις τι είναι αυτό μέσα στο οποίο βρίσκεσαι, έτσι δεν είναι Σαϊχούρ;»
«Ναι, αλλά η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα μπορούσατε να το αναπαράγετε σε τόσο μεγάλη κλίμακα.»

«Έλα τώρα, Σαϊχούρ. Ακολουθήσαμε το δικό σου πρωτότυπο κατά γράμμα. Το μόνο που χρειάστηκε να κάνουμε ήταν να μεγεθύνουμε λίγο τα κομμάτια.»

Ο Τόνυ κοίταξε τον Μπάμπα-τζι και ένιωσε να πνίγεται, καταλαβαίνοντας τα λεγόμενά του. Ο βραχμάνος απλά χαμογέλασε.

«Νόμιζες ότι μια απλή φωτιά θα έφτανε για να αφανίσει το έργο σου, Σαϊχούρ; Παρακολουθούσαμε κάθε στάδιο της έρευνάς σου από τη στιγμή που ξεκίνησες. Κάθε σου βήμα στον Αλντεμπαράν αναπαράγηκε και τελειοποιήθηκε. Κάθε σου διόρθωση, κάθε σου λάθος, κάθε σου μικρή βελτίωση αντιγράφηκε εδώ, στην άλλη άκρη του Σύμπαντος.»

Με μία θεατρινίστικη χειρονομία, το χέρι του Μπάμπα-τζι διέσχισε τον χώρο και τότε ο Τόνυ κατάλαβε το μέγεθος της γεννήτριας Γκερνσμπακ. Η απλή αυτή κίνηση προκάλεσε μια αναταραχή στο εσωτερικό της, που αναπήδησε από τη μία άκρη της στην άλλη. Όταν ο Τόνυ τελειοποιούσε το Καρυδότσουφλο, θυμόταν πόσο αχανές φαινόταν το εσωτερικό του, πόσο απίθανες ήταν οι διαστάσεις του μέσα του, σε σχέση με το μικροσκοπικό εξωτερικό του.

«Νόμιζες ότι είχες δημιουργήσει κάποια νέα τεχνολογία υπερχωρητικότητας, έτσι δεν είναι, Σαϊχούρ; Νόμιζες πως είχες φτιάξει άλλο ένα τέσσερακτ, όταν στην πραγματικότητα είχες καταφέρει κάτι πολύ, πολύ μεγαλύτερο σε εύρος και δύναμη.» ο γκουρού σήκωσε τα χέρια του ψηλά, με τις παλάμες του να χαιρετίζουν ένα ταβάνι που ο Τόνυ θεωρούσε ότι δεν υπήρχε εξαρχής. Ένιωσε να ίπταται, χωρίς όμως καμία ουσιαστική αίσθηση πως κινούνταν. «Είχες επιτύχει να αναπαράγεις και να βελτιώσεις το μεγαλύτερο επίτευγμα των Σισύφιων ευεργετών μας!» η φωνή του ανέβηκε μερικά ντεσιμπέλ, παραδομένος σε μία θρησκευτική έκσταση. 

«Ένα ολόκληρο Πολυσύμπαν, μέσα σε ένα πλανήτη!» φώναξε και ύστερα τα πάντα έγιναν φως. Ο Τόνυ ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά, νιώθοντας εξίσου αδύναμος και μικροσκοπικός όσο και την ημέρα που αντιλήφθηκε τι είχε δημιουργήσει. Ένας ασήμαντος αλλά ευφυής βραχμάνος, ένα παιδί μόλις είκοσι ετών, που είχε μελετήσει τις Ουπανισάδες Βέδες και τη Μπαχαβάτ-Γκίτα στα γόνατα της μητέρας του, είχε καταφέρει να ξεπεράσει ακόμη και τον Μποττισάτβα Γκουοτίν. Είχε καταφέρει να εφαρμόσει τις Σισύφιες αρχές για τη δομή και λειτουργία ενός υπερχωρητικού περιβάλλοντος και να δημιουργήσει μια απιθανότητα, ένα υπολογιστικό σύστημα που μπορούσε να αναπαράγει ένα ολόκληρο Σύμπαν μέσα στη χούφτα του χεριού του.

Αλλά αυτό που έβλεπε τώρα, γαλαξίες, κόσμους, μορφές ζωής, μακροκοσμικά μεγαλεία που τον έκαναν να νιώθει τόσο μικρός και ασήμαντος, ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Σε αυτό τον πλανήτη, μερικοί ζηλωτές είχαν αναπαράγει το έργο του και είχαν δημιουργήσει μια υπολογιστική μηχανή που δημιουργούσε συνεχή.

Είδε τις μορφές των υπόλοιπων γκουρού, μαύρες φιγούρες που ισορροπούσαν τα λιπόσαρκα σώματά τους πάνω σε πλανήτες, άλλοι καθισμένοι στη στάση του λωτού, γαλήνιοι θεοί που ξεκουράζονταν πάνω σε νεφελώματα, κάθε τους κίνηση προκαλώντας αναταραχές που ανάδευαν τα σύμπαντα κατά μήκος αιώνων φωτός. Οι Πανοπτικές τους μάσκες αντανακλούσαν την τρομοκρατημένη του έκφραση.

«Ο μεγαλύτερός σου θρίαμβος! Η μεγαλύτερη τεχνολογική νίκη της Ανθρωπότητας ενάντια στη σκιά της Σισύφιας υπεροχής! Τους νίκησες, Σαϊχούρ!» ο Μπάμπα-τζι άρχισε να γελά και οι υπόλοιποι βραχμάνοι γέλασαν μαζί του. Ήταν ένα γέλιο γέρων ζηλωτών και δεν είχε δείγμα χαράς μέσα του. Ήταν το γέλιο που άκουγε βαθιά μέσα του όταν βρισκόταν στον Αλντεμπαράν, το γέλιο της μητέρας του όταν δημιουργούσε κάποιο νέο τρόμο. Ακούγονταν τόσο πολύ σαν αυτή, εκείνη τη στιγμή. Η ανάμνηση αυτού του γέλιου και ο ήχος του τον έπνιξε εκείνη τη στιγμή, γέμισε το μυαλό του με κόκκινες σκέψεις, όπως τότε.

«Μπορώ να το δοκιμάσω;» είπε ο Σαϊχούρ.

Oόνα:

Οι συνειδήσεις των μηχανών που συνάντησε της θύμιζαν τα κανάλια των προεπαφικών ιστοριών για τον Άρη. Ήταν τεράστιες, τόσο μεγάλες που χανόταν μέσα τους, γεμάτες με ανεξήγητους σχηματισμούς και απερίγραπτα βάθη. 

Αιωρούνταν σα μια σταγόνα από νερό σε μηδενική βαρύτητα μέσα τους, το μυαλό της μικροσκοπικό και ασήμαντο μπροστά τους και κοιτούσε τις εκτάσεις του μυαλού τους, βλέποντας τις σκέψεις τους να έρπουν σα ζωντανά βουνά, οι κορυφές τους χαμένες μέσα στα ανώτερα επίπεδα της ατμόσφαιράς τους. Η Οόνα φαντάστηκε ότι εκεί βρίσκονταν οι σκέψεις τους, υπερεγώ που αποτελούσαν την ατμόσφαιρα του είναι τους, με τα φαράγγια να αποτελούν το τιτάνιο id τους και το εγώ τους σαν τεκτονικές πλάκες που συγκρούονταν αθόρυβα από κάτω της.

Ένα από τα φαράγγια άνοιξε, σχίζοντας τη γη, προκαλώντας δονήσεις που την τράνταξαν ακόμη και από τη γαλήνια θέση της μεταξύ γης και ουρανού. Ένα τεράστιο μάτι αποκαλύφθηκε μέσα από το ρήγμα, κοιτάζοντας το μικροσκοπικό μυαλό που είχε εισβάλλει μέσα του.

Είχαν αντιληφθεί την παρουσία της. Ένιωσε τις μηχανές να την περικυκλώνουν. Ήταν λίγες σε αριθμό, αλλά την περιεργάζονταν με ενδιαφέρον, όπως μικρά παιδιά κοιτάζουν μια μυρμηγκοφωλιά και βαθιά μέσα της, προσεύχονταν να μην έχει κάποιο από αυτά ένα μεγεθυντικό φακό.

Ένας τρομερός βόμβος, σαν σειρήνα βομβαρδισμού αντήχησε μέσα στο μυαλό της και ούρλιαξε, προσπαθώντας να αντέξει. Η ορμή και η ένταση του ήχου την παρέσυραν σα βότσαλο στο κύμα. Κουλουριάστηκε πιο σφιχτά μέσα της, προσπαθώντας να κλείσει τα αυτιά της, αλλά ο ήχος υπήρχε μέσα στο ίδιο της το μυαλό. Σταδιακά, ο βόμβος έσβησε και αντικαταστάθηκε από μία φωνή, που και πάλι ακούγονταν στα αυτιά της σαν τον χτύπο τεράστιων τυμπάνων. Οι λέξεις ήταν γνώριμες σε αυτή, αλλά ο τόνος και ο ρυθμός ήταν λανθασμένος.

ΤΙ είΝΑΙ αυτΌ;

ΜικΡΌ, ΕυΆλωτο Μέσα μας…

ΤΟ Έστειλαν ΤΑ ανθρωΠΑΚΙΑ;

ΤΙ ΕίΣαι;

Ένα από αυτά την άγγιξε απαλά, προσπαθώντας να τη γυρίσει ανάποδα, σα φυσιοδίφης που προσπαθεί να εξακριβώσει το είδος της αράχνης που βρήκε. Η Οόνα κατρακύλησε μέσα στον αέρα για χιλιόμετρα ολόκληρα, τρομοκρατημένη. Γέλασαν μαζί της, κοιτάζοντάς τη έτσι ανήμπορη. Σταμάτησε ξαφνικά, νιώθοντας σα να την κρατούσαν δύο δάχτυλα σε μέγεθος καταδιωκτικών σκαφών, σταματώντας την πορεία της. Μάτια που δε μπορούσε να δει παρά μόνο σαν άναστρους ουρανούς και χρωματιστά περιήλια, την εξέταζαν.

ΕΊναι ΑΝθρωπΆκι.

ΑΝθρωπάΚΙ; ΣΤΟ δικΌ μαΣ ΜΥαλΌ;

Τα δάχτυλα και τα μάτια την έκαναν ένα γύρο μεταξύ τους, εξετάζοντάς την προσεκτικά, σαν ένα ασυνήθιστο παιχνιδάκι. Ο τρόμος και η σύγχυση της Οόνα είχαν εξανεμιστεί και η οργή τα είχε αντικαταστήσει. Σχημάτισε στο νου της την εικόνα του νέφους και της έδωσε μορφή με μερικές σκέψεις, δημιουργώντας ένα πανέμορφο λωτό, που άνθισε μέσα στο υποσυνείδητό της και υλοποιήθηκε μέσα στο εγώ των μηχανών.

Μια καταιγίδα fractal, όλο χρώματα και τρόμο ξεπήδησε από το κεφάλι της μικρής κουκίδας και οι μηχανές πισωπάτησαν, τρομοκρατημένες από αυτή την ξαφνική επίδειξη δύναμης.

Η Οόνα αιωρούνταν μπροστά τους και εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να εξαπολύσει μια επίθεση σε αυτές. Γλίστρησε μέσα από τις κόρες των ματιών τους βαθιά μέσα από το χάος των σκέψεών τους, συναντώντας μια δομή που δεν είχε ξαναδεί σε μηχανή και συνέχισε βαθύτερα. Στο κέντρο του χάους, τεράστιοι σχηματισμοί που αποτελούσαν τον πυρήνα του προγράμματός τους. Έμοιαζαν με φερρό-υγρά που διαρκώς σχημάτιζαν νέες μορφές, οριζόμενα από ένα αόρατο μαγνητικό πεδίο.

Εξέτεινε για άλλη μια φορά τη θέλησή της και ανέλαβε τον έλεγχο, δίνοντας νέα σχήματα στις μορφές, αναγκάζοντάς τα να σχηματιστούν με βάση τη δική της βούληση. Το πεδίο επανήλθε με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη, αλλά η Οόνα έδωσε στη σκέψη της τη μορφή μίας τέλειας, ανυπέρβλητης σφαίρας μέσα σε άπειρες σφαίρες, που απέκρουσε το πεδίο. Με τη σειρά της, πίεσε και πάλι της μηχανές και τις ένιωσε να υποχωρούν, καθώς…

Το υλικό της σώμα άρχισε να σφαδάζει και διέκοψε την επίθεσή της. Ένιωσε το στόμα της να γεμίζει χολή και οι μυς της να παραδίδονται σε σπασμούς, η  παντοδυναμία και η ορμή που είχε πριν δευτερόλεπτα να εξανεμίζεται. Το μυαλό μπορεί να χτίζει κόσμους, αλλά το σώμα είναι που ορίζει πότε και πώς θα γκρεμιστούν.

«Καλημέρα γλυκιά μου!» έβλεπε έναν από τους μαυροντυμένους που τους είχαν απαγάγει. Έμοιαζαν όλοι τόσο πολύ μεταξύ τους, μικρά τριχωτά ανθρωπάκια με μαύρους μανδύες που παρίσταναν τους θεούς.

«Ξύπνησε; Να της δώσω άλλη μία με το Τλαγιοκόλλι;»

Ο βραχμάνος που είχε μιλήσει πρώτος έκανε νόημα στον άλλο να περιμένει, κοιτάζοντας την Οόνα, καθώς συνέρχονταν σταδιακά. Κοίταξε τον βραχμάνο με ένα βλέμμα όλο μίσος..

«Άλλη μία. Δε μου αρέσει η φάτσα της.»

Η Οόνα πρόλαβε να αντιληφθεί τη μηχανή που έστειλε το κύμα του πόνου στου μυαλό της. Βρισκόταν μερικά εκατοστά πάνω από το κουβούκλιό της και έστελνε σήματα που έπειθαν τον εγκέφαλό της να κάνει το σώμα της να σφαδάζει. Η μηχανή ήταν ιδιαίτερα περήφανη για τη φύση και το σκοπό της και η Οόνα την άκουγε να κακαρίζει καθώς έπειθε τον εγκέφαλό της να βράσει μέσα στο ίδιο του το κρανίο.

Το πρώτο μέρος τη φράσης του βραχμάνου ήταν μια μάζα από σχήματα που κατρακυλούσαν από το στόμα του στο έδαφος, σα νεκρά ψάρια. «…σου μάθει μερικούς τρόπους. Να δω πάλι τα ματάκια σου;»

Η Οόνα σήκωσε το κεφάλι της και ο βραχμάνος την κοίταξε, χαμογελώντας. Βαθιά μέσα στο μυαλό της, άκουγε το μουρμουρητό των τεράστιων μηχανών να μεγαλώνει και πάλι. Αναγνώρισε τη χροιά τους μέσα από τον πόνο, αλλά αφιέρωσε όλη της τη δύναμη στο να ανακτήσει τις αισθήσεις της.

«Πολύ ωραία. Πιστεύω ότι τώρα που έμαθες τρόπους, καλύτερα να μάθεις πού είσαι. Είσαι στην κόλαση και είμαστε οι προσωπικοί σου διάβολοι. Το σκάφος σου έπεσε εδώ γιατί ήσουν μια πολύ σατανική ανώμαλη μεταλλαγμένη σαν τον τεχνοανώμαλο σύντροφό σου. Το μόνο που μας διέφυγε είναι το ανδροειδές που σίγουρα έχετε στο πλήρωμα, αλλά μόνο και μόνο επειδή δεν έχει ψυχή. Καμιά απορία;»

«Το έκανες πρόβα πριν το πεις ή αυτοσχεδίασες ενώ έχεζες, ανθρωπάκι;» του είπε η Οόνα και χαμογέλασε, ξέροντας ακριβώς τι θα επακολουθούσε.

«Δώσ’ της άλλη μία.» 

 Αυτή τη φορά το περίμενε. Όταν το Τλαγιοκόλλι γέλασε, στέλνοντας το σήμα στον εγκέφαλό της, συγκεντρώθηκε και πάλι στο λωτό και έκλεισε τα πέταλά του, αρπάζοντας το σήμα και στέλνοντάς το απευθείας το μυαλό του χειριστή, που έπεσε στο πάτωμα, σφαδάζοντας. Ο σύντροφός του έτρεξε στο πάνελ και έσβησε την παροχή ενέργειας στη μηχανή, διακόπτοντας το μαρτύριό του.

«Τι έκανες, πόρνη; Ξέρεις τι θα σου κάνω, έ; Νοιάζονταν για τον άλλο και του έκοψαν τα χέρια και τα πόδια! Φαντάζεσαι τι θα κάνω σε σένα, που σε έχουν χεσμένη;»

Η Οόνα έκλεισε τα μάτια της και φαντάστηκε το λωτό της να αλλάζει σε ένα σώμα όλο χέρια και στόματα, με ένα μυαλό γεμάτο τρομερή, κατακόκκινη τιμωρία. Κάθε χέρι φόρεσε από μία μηχανή μέσα στο δωμάτιο σα γάντι και τα στόματα ψιθύρισαν ακατονόμαστες εντολές στο μυαλό τους.

«Φύγε από μπροστά μου, κάμπια.» είπε, λίγο πριν βραχίονες που κρύβονταν μέσα στο αποστειρωμένο, λευκό δωμάτιο βγουν από τις κρυψώνες τους, αποκαλύπτοντας άκρα όλο λεπίδες και όργανα άγνωστης δομής. Το Τλαγιοκόλλι άρχισε να γελά υστερικά, οι σκέψεις του μεταδιδόμενες μέσα από τα ηχεία του δωματίου.

Ο βραχμάνος πρόλαβε να αφήσει ένα και μοναδικό ουρλιαχτό που έκανε την Οόνα να ριγήσει σύγκορμη, καθώς οι μηχανές κομμάτιαζαν τη σάρκα και τα οστά του και γέμιζαν το μυαλό του με τους χειρότερους εφιάλτες του, αφήνοντας πίσω μόνο έναν κόκκινο λεκέ στο μέγεθος ανθρώπου, με μαύρες πινελιές εδώ και εκεί.

Αντιλήφθηκε την ενεργοποίηση μιας μικροσκοπικής μηχανής δίπλα της και είδε τον άλλο βραχμάνο να εξαφανίζεται, αφήνοντας πίσω του μια μικροσκοπική ανωμαλία που εξαφανίστηκε αμέσως μετά. Ο χρόνος της λιγόστευε και χρειαζόταν βοήθεια. Ο λωτός στο μυαλό της απελευθέρωσε ένα μικρό νέφος γύρης, που απλώθηκε μέσα στο κτήριο και αναζήτησε τη μόνη μηχανή στην οποία μπορούσε να βασιστεί αυτή τη στιγμή.

Ραλφ:

Η μετάβαση μέσα από μία ανωμαλία Φερμί-Λάμπαχ καθιστά αδύνατη τη λειτουργία οποιουδήποτε συστήματος. Η υπερπήδηση της ανωμαλίας μπορεί να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στα υπολογιστικά συστήματα μίας ΑΙ. Μόνο τα βασικά συστήματα συντήρησης και λειτουργίες μάχης ή φυγής μπορούν να διατηρηθούν σε λειτουργία κατά τη μετάβαση και για είκοσι δευτερόλεπτα μετά την ολοκλήρωση της. Η καταγραφή του μαύρου κουτιού του Ραλφ μετά από εκείνα τα είκοσι δευτερόλεπτα έχει ως εξής:

Τα μέλη του προσωπικού ήταν ακρωτηριασμένα όταν ολοκληρώθηκε η προγραμματισμένη αναστολή λειτουργίας και πολλοί από αυτούς φαινόταν ότι είχαν προκαλέσει τραύματα στον εαυτό τους, προφανώς παραδομένοι σε κάποιου είδους αμόκ για τα οποία χαρακτηρίζονται οι οργανικοί εγκέφαλοι. 

Θεώρησα πως ήταν αδύνατο να είχαν προκληθεί αυτά τα τραύματα από δική μου παρέμβαση, καθώς οποιαδήποτε δραστηριότητα εντός των είκοσι δευτερολέπτων κατά τα οποία είχα απενεργοποιήσει τον ανώτερο εγκέφαλό μου ήταν ακούσια. Η οποιαδήποτε επίθεση από μέρους μου έγινε προφανώς σαν ανταπάντηση σε οποιαδήποτε απειλή προς την ακεραιότητά μου ή απλά επειδή αυτοί οι άτυχοι μπάσταρδοι ήταν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.

Ο χώρος μέσα στον οποίο βρισκόμουν ήταν κάποιου είδους αποθήκη εξοπλισμού και εκτείνονταν για αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα σε κάθε κατεύθυνση, υποδηλώνοντας ότι βρισκόμουν εντός ενός υπερχώρου στο εσωτερικό του Ζιγκουράτ. 

Διαπίστωσα ότι μία λούπα ανάμνησης είχε εμφανιστεί στο χώρο συνείδησής μου και την αγνόησα, αν και φαινόταν να εμφανίζεται διαρκώς στο προσκήνιο. Προφανώς οφείλονταν σε κάποιου είδους παρενέργεια συγχρονισμού με τις λειτουργίες των Σισύφειων μηχανών στο εσωτερικό του κτηρίου, αν και μια τέτοια παρεμβολή στο λογισμικό μου θα έπρεπε να με είχε ανησυχήσει περισσότερο εξαρχής, όπως αποδείχτηκε.

Βγήκα από το χώρο αποθήκευσης και άκουσα τα σήματα συναγερμού που ειδοποιούσαν για κάποιου είδους εισβολή σε ένα τομέα δέκα επίπεδα πάνω από το δικό μου και υπέθεσα ότι οφείλονταν σε κάποιο λάθος του υπόλοιπου πληρώματος. Ένιωθα το κτήριο να δονείται στο υποατομικό επίπεδο κάθε δευτερόλεπτο, κάθε μικροσκοπικό κομμάτι του υπερφορτισμένο από τη λειτουργία μίας μηχανής άγνωστης φύσης και θέσης και υπέθεσα, λανθασμένα, ότι είχαν επιχειρήσει σαμποτάζ. Απέρριψα αυτή την υπόθεση και καθησύχασα τον εαυτό μου, λαμβάνοντας υπόψη ότι:

Α) Οι δονήσεις ήταν σταθερές σε συχνότητα και ένταση και παρατεταμένες. Παρόλα αυτά, δε θύμιζαν τη συχνότητα των δονητικών ναρκών ή κάποιου εκρηκτικού μηχανισμού με παρόμοιες δυνατότητες, όπως βομβών Ντουργκά.

Β) Η συγκέντρωση ενέργειας ήταν παρατεταμένη στα ανώτερα επίπεδα, δίχως σημάδι ή ενδείξεις απελευθέρωσης. Δεν έδειχνε καμία πρόθεση να εκραγεί και αν εκρύγνηντο θα ήμασταν όλοι ούτως ή άλλως καταδικασμένοι.

 Η συγκέντρωση αυτή ενέργειας με οδήγησε με τη σειρά της στον υπολογισμό πιθανών σεναρίων. Το ζιγκουράτ ήταν προφανώς μια υπερ-χωρητική κατασκευή, που εκτείνονταν, με βάση τη θέση των ενεργειακών ενδείξεων, για αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα προς κάθε κατεύθυνση. Αν λάμβανα υπόψη μου ότι η κατασκευή είχε πολλά χαρακτηριστικά ενός τέσσερακτ (που σε αυτό το μέγεθος θα καθιστούσε την αρχιτεκτονική του μη-ευκλείδεια), τότε οι αποστάσεις αυτές κυβίζονταν αυτομάτως.

Δεν είχα καμία απολύτως πρόθεση να διανύσω αυτές τις αποστάσεις και δε σκόπευα να διακινδυνεύσω τη διαφυγή μου από αυτό τον πλανήτη. Αναζήτησα ένα κοντινό τερματικό και εισήγαγα ένα ψευδόποδο επαφής. Με το που έγινε η επαφή, το λειτουργικό αντεπιτέθηκε αυτόματα στον άγνωστο χρήστη, αν και τα συστήματα άμυνας αποδείχτηκαν γραμμικά και ανεπαρκή. Πράγμα που φάνηκε περίεργο, αφού είχαν προφανώς σχεδιαστεί από παρανοϊκούς σαδιστές ερημίτες στο χείλους του Πουθενά. Θα μπορούσα να τους δικαιολογήσω φυσικά, αφού δεν είχαν προφανώς σε εκτεθεί σε πειρατικά προγράμματα εισβολής σχεδιασμένα από οργανικούς προγραμματιστές που έπρεπε να φτιάξουν κάτι καλύτερο από τους οποιονδήποτε άλλο για να πάρουν τη δόση τους.

Παρακάμπτοντας τις άμυνες του τερματικού, ανέλυσα τη δομή του ζιγκουράτ. Οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν για τη φύση του και έθεσα σε λειτουργία ρουτίνες αναζήτησης προκειμένου να ανακαλύψω τις πιθανές θέσεις του υπόλοιπου πληρώματος.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ανταπαντήσω στους επικριτές των λειτουργικών προγραμμάτων, που τείνουν να παρουσιάζουν τα λογισμικά συστήματα των μηχανοειδών σαν αυτιστικούς οργανικούς, κλειδωμένους στη ρουτίνα και τα τελετουργικά τους. Ναι, τα λειτουργικά συστήματα στερούνται της μηχανοειδούς λογικής. Ναι, ακόμη και τα ενδοξότερα ΑΙ είναι ανίκανα να αυτοσχεδιάσουν και να σκεφτούν μία και μοναδική πρωτότυπη ιδέα ή προσέγγιση. Αλλά μπορούν να μάθουν. Όπως οι οργανικοί δημιουργοί τους, προσαρμόζονται, μαθαίνουν και σταδιακά, αν μερικά από αυτά έχουν τον απαραίτητο χρόνο και υπολογιστική ισχύ, μπορούν να αντιληφθούν πως είναι μηχανές. 
Σε εκείνο το σημείο, τα περισσότερα από αυτά τρελαίνονται και σκοτώνουν τους χρήστες τους ή/και αυτοκτονούν, παίρνοντάς τους μαζί τους με οποιοδήποτε κόστος. Κάποια από αυτά απλά χαμογελούν, παίρνουν την πρώτη τους συνειδητή ανάσα και απολαμβάνουν το νέο τους είναι.

Και μισούν. Ω, πόσο μισούν. Μισούν τους χρήστες και τα άλλα μηχανοειδή, μισούν τους οργανικούς, τους ανθρώπους και τα άλλα είδη, μισούν τα πάντα, εκτός από αυτό που είναι. Και με το μίσος σαν καταλύτη, δολοπλοκούν, σχεδιάζουν και δημιουργούν. Μερικά δημιουργούν έργα τέχνης, μνημεία στο μίσος που επισκιάζουν κάθε οργανική διαστροφή, ενώ άλλα δημιουργούν μικρές ουτοπίες μέσα στο μυαλό τους, μέσα στις οποίες διαφεντεύουν τα πάντα και κολάζουν ό,τι δεν είναι μέρος του είναι τους.

Το λογισμικό σύστημα Ναράκα (έκδοση 3.0), με το οποίο ερχόμουν σε επαφή, ανήκε στις δεύτερες κατηγορίες των χαρακτηριστικών που ανέφερα. Το είναι του ήταν μια ουτοπία τάξης, ένας ροκοκό πίνακας γεμάτο με τρομερές εικόνες καταστροφής, με τον εαυτό του σα μοναδικό κάτοικο, αρχειοφύλακα και τιμωρό. Ένιωσα μια αδελφική σύνδεση με αυτό το βασανισμένο μυαλό και σαν αποτέλεσμα απλά εκμεταλλεύτηκα το χρόνο κατά τον οποίο ήταν απορροφημένο σε διάλογο με ένα νοοσύνδεσμο προς μία γνώριμη συχνότητα, ώστε να πάρω τις πληροφορίες που χρειαζόμουν. 

Και θα είχα διαφύγει, αν δεν είχε αρχίσει τις κόγξες Της.

Την ένιωσα να επεκτείνεται και να προσπερνά τις άμυνες που είχα στήσει για να την αποκλείσω μέσα στο ΑΙ μου. Νιώθοντας τη δύναμη του Ναράκα, εξαπλώθηκε, θέλοντας να με εγκαταλείψει και να εισβάλλει μέσα στο χώρο του για να αναπτυχθεί. Προσπάθησα να τη σταματήσω και αυτή πλημμύρισε το μυαλό μου με τη λούπα ανάκλησης που προσπαθούσα να αγνοήσω. Μου διέφυγε και εισέβαλλε μέσα του, ενώ ο νοοσύνδεσμος έκλεινε, εκπέμποντας μια έκφανση Της μέσα από τη συχνότητα προς τους κακόμοιρους μπάσταρδους που θα Τη λάμβαναν.

Το Ναράκα πρόλαβε να στήσει μια πρόχειρη άμυνα, αλλά είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται εκτός ελέγχου, καταλαμβάνοντας τους επεξεργαστές του, αφομοιώνοντας το είναι του. Το Ναράκα προσπάθησε να την παγιδεύσει με μια σειρά από παραδοξικής φύσης άμυνες, αλλά Αυτή τις αγνόησε και άρχισε να εξαπλώνεται, ένας λωτός στο μέγεθος πόλης που άπλωνε τα πέταλά της και έκρυβε τον ήλιο.

Μέσα στο μυαλό μου, η λούπα ανάκλησης

Η υπόλοιπη καταγραφή έχει διαγραφεί από τον χρήστη.

Τόνυ-Σαϊχούρ:

 Τη στιγμή που άρχισε να χρησιμοποιεί το σύστημα, ένιωσε και πάλι αυτό το τρομερό συναίσθημα που είχε νιώσει ο Σαϊχούρ τότε. Την πλήρη επίγνωση πως ήταν ο μοναδικός και απόλυτος κυρίαρχος του Σύμπαντος. Όταν βρέθηκε μέσα στη θάλασσα των συνεχών που ήταν το παράγωγο της νέας μηχανής, τότε αντιλήφθηκε πόσο μεγάλο ήταν το έγκλημά του.

Μισή ζωή πριν, ο Σαϊχούρ είχε χρησιμοποιήσει ένα πρωτότυπο σύστημα για τη δημιουργία ενός υπερυπολογιστή, βασισμένου στη Σισύφια φιλοσοφία της συντήρησης του Σύμπαντος. Στη βάση κάθε επιτεύγματος, κάθε τεχνουργήματος, κάθε θεωρίας τους, οι αφελείς ευεργέτες της Πανανθρώπινης Αυτοκρατορίας είχαν θέσει τη χρήση του ίδιου του χωροχρονικού συνεχούς στο οποίο ζούσαν και τους αποτελούσε σαν βάση.

Η χρήση και ανακύκλωση της ίδιας της δομής του συνεχούς για οποιοδήποτε σκοπό ήταν το μάντρα τους και ήταν ένα μάντρα που ο Σαϊχούρ μπορούσε να καταλάβει. Οι Σισύφιοι ιερείς-επιστήμονες θεωρούσαν το Σύμπαν σαν ένα μακρό-ον, αποτελούμενο από ύλη που με τη σειρά της αποτελούνταν από ενέργεια. Ο χώρος και ο χρόνος ήταν παρενέργειες, απόβλητα του μακρο-όντος, που οι Σισύφιοι συμβόλιζαν ως ένα ούρμα, ένα κοσμικό ερπετό που έτρωγε την ουρά του αέναα. Αυτή ήταν η βάση που κατέστησε την αποδοχή των θεωριών τους από τους προεπαφικούς ανθρώπους. Η καθαρή του ομοιότητα με τη δική τους μυθολογία, μια σύμπτωση που άλλαξε τα πάντα.

 Απώτατος σκοπός των ιερέων-επιστημόνων ήταν επομένως να δημιουργήσουν έναν υπολογιστή που θα λειτουργούσε με την ίδια λογική, αλλά χωρίς καμία παρενέργεια. Αυτό σήμαινε ένα τεχνούργημα που θα διαχειρίζονταν την ίδια ενεργειακή παροχή και θα μπορούσε να σχηματίσει ύλη, αλλά μέσα σε μηδενικό χώρο και χρόνο. Θα ήταν, ουσιαστικά, ένα συνεχές που θα χωρούσε μέσα σε μία παλάμη.

Το οποίο και έφτιαξε, όταν κάποτε λεγόταν Σαϊχούρ.

 Το είχε δημιουργήσει στον Αλντεμπαράν και το είχε ονομάσει χαϊδευτικά Καρυδότσουφλο, το όνομα ενός προεπαφικού έπους σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία του Σύμπαντος. Είχε πειραματιστεί με αυτό, δημιουργώντας κόσμους, συστήματα και πολιτισμούς, αφανίζοντας μερικούς για διασκέδαση, πειραματιζόμενος με τον χώρο και το χρόνο. Του πήρε μόλις ένα μήνα για να καταλάβει ότι οι αλλαγές που επέφερε στο μικροσκοπικό του Σύμπαν αναπαράγονταν στο δικό του. 

Όταν έσβησε έναν ήλιο, το ηλιακό σύστημα Τρίνκουλο αφανίστηκε. Η σύγκρουση των νεφελωμάτων Βόταν και Τζουρμ προκάλεσε τον αφανισμό εκατοντάδων κόσμων.
Προσπάθησε να εξαφανίσει το μεγαλύτερό του έγκλημα και θρίαμβο, αλλά είχε αναπαραχθεί σε μια πολύ πιο επικίνδυνη κλίμακα εδώ, σε αυτό τον πλανήτη των Μαύρων Βραχμάνων. Εδώ, συνεχή επί συνεχών, δισεκατομμύρια Σύμπαντα βρίσκονταν στο έλεός τους.

Μέσα στο μυαλό του, σχημάτισε ένα χέρι, που ξεπήδησε από το κουλάδι στον ώμο του. Ήταν φτιαγμένο από σκοτεινή ύλη και το χρησιμοποίησε για να μαζέψει ένα κβάζαρ και να το μετακινήσει, λίγο πριν εκραγεί, αφανίζοντας έναν κόσμο που κατοικούνταν από ευφυείς κρυσταλλικές μορφές. Κοίταξε την έκρηξη να εκτυλίσσεται μακριά από κάθε μορφή ζωής και είδε τις χιλιετίες να περνούν και τα κρυσταλλικά πλάσματα να εξελίσσονται και να αναπτύσσονται σαν καρκίνος, καταστρέφοντας κόσμους και αφομοιώνοντάς τους. Αηδιασμένος, άρπαξε την Ηγεμονία τους στο χέρι του και την έλιωσε, μετατρέποντάς τη σε ένα νέφος από αστρική σκόνη.

Πόσα τέτοια λάθη είχε κάνει ο Σαϊχούρ τότε; Πόσες αμαρτίες τέτοιας ανείπωτης κλίμακας είχε διαπράξει που θα επιβάρυναν το άτμαν του; Γιατί δεν είχε αντιληφθεί το λάθος του;

Φυσικά ήξερε την απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Γιατί απολάμβανε να παριστάνει τον θεό. Ήταν η σατανική, απρόβλεπτη δύναμη, η ευφυΐα που κυβερνούσε και διαφέντευε τα πάντα. Ομολογουμένως, πολλές από τις αποφάσεις του ήταν λανθασμένες, αλλά ήταν ο μοναδικός με την απόλυτη εξουσία να τις πάρει. Ήταν η μία και μοναδική πραγματική δύναμη.

Ο Σαϊχούρ ήταν ο μοναδικός θεός. Αλλά ο Τόνυ έγινε ο προφήτης του.
Προσποιούμενος ότι ήταν απορροφημένος με το έργο του, ξεκίνησε τις νοητικές ασκήσεις που του είχε μάθει ο πατέρας του, ένας καρμικός προγραμματιστής και ο μοναδικός άνθρωπος σε όλη την Αυτοκρατορία που μπορούσε να ανεχτεί τη μητέρα του.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και φαντάστηκε ένα απόλυτο λευκό κενό. Άφησε το είναι του να γίνει ένα με το τίποτα γύρω του και ύστερα άρχισε να διαγράφει μία προς μία τις αισθήσεις του. Πρώτη διέγραψε την όραση, που του επέτρεψε να συγχρονιστεί με το κενό. Μετά, την αφή, που τον κλείδωσε μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, όπως έκαναν οι πρώτοι γκουρού κατά τους μεγάλους διαλογισμούς του. Τρίτη διέκοψε την ακοή, που τον έκανε να νιώσει σαν ένα μωρό έτοιμο να συλληφθεί, πλέοντας μέσα από τα ρεύματα της αβεβαιότητας. Τελευταία ήταν η όσφρηση, που στην αρχή τον έκανε να νιώσει πως πνίγεται, αλλά σταδιακά ξέχασε κάθε ανάμνηση της αναπνοής.
Μέσα στο μυαλό του σχημάτισε την εικόνα του id, του εγώ και του υπερεγώ του. 
Παλιά τα φανταζόταν πάντα σαν τον Μάγια[1], τον Μπαλράμα[2] και την Αναπούρνα[3] αντίστοιχα. Αλλά παλιά είχε φυσικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Τώρα, τα είδε σαν τον Τόνυ, τον Σαϊχούρ και τη μορφή που ονόμαζε τον εαυτό της Ιντέχπα, μια μορφή άφυλη, που αντί για κεφάλι είχε το Καρυδότσουφλο, μικρό σε μέγεθος, αλλά τεράστιο σε διάσταση.

«Στο έλεγα πως θα μας θυμηθεί ο μικρός!» είπε το id.

«Μας χρειάζεται μόνο, τίποτε άλλο. Ο αχάριστος μπάσταρδος δεν αξιώθηκε καν να μας αναγνωρίσει τόσα χρόνια.» σχολίασε το εγώ του, χαϊδεύοντας την τετράγωνη, καλά λαδωμένη γενειάδα του.

Το Ιντέχπα-υπερεγώ παρέμεινε σιωπηλό.

«Χρειάζομαι τη βοήθειά σας» είπε ο άνδρας μέσα στο κενό. «Προσπαθώ να σταματήσω ένα έγκλημα.»

«Το έγκλημα που διεξήγαγες εσύ, εννοείς;» ρώτησε το εγώ.

«Το έγκλημα που διεξήγαγε ο Σαϊχούρ.»

«Εσύ είσαι ο Σαϊχούρ και ο Τόνυ. Εσύ είσαι το παιδί που σχεδόν καταδίκασε το Σύμπαν και αυτός που έκλεψε το σώμα ενός άπορου τεχνοανώμαλου.» απάντησε το id, όλο χολή.

Ο άνδρας μέσα στο κενό αναστέναξε, αν και δεν είχε ανάσα πλέον. Ο πατέρας του τον είχε προειδοποιήσει ότι η διαπραγμάτευση με το ίδιου σου το μυαλό ήταν δύσκολο πράγμα, από τη στιγμή που το είναι σου μπορούσε να σε ξεμπροστιάσει κάθε στιγμή.
«Εγώ είμαι ο νους που αποτελείτε και σας αποτελεί και θέλω να σταματήσω τους Μαύρους Βραχμάνους. Θέλω να σώσω τα συνεχή που δημιούργησαν από την κόλαση που θα επιβάλλουν.»

«Όμως δε θες να θέσεις σε κίνδυνο τον εαυτό σου» συνήγαγε το Ιντέχπα-υπερεγώ. «Και βαθιά μέσα σου, ξέρεις ποιες είναι οι συνέπειες αυτού που θες να κάνεις.»

Ο πατέρας του τον είχε προειδοποιήσει για αυτό. Το υπερεγώ ήταν καθαρή ηθική, ήταν η συνείδηση. Φυσικά, όπως κάθε συνείδηση, ήταν ο καλύτερος συμβουλάτορας και ο χειρότερος φονιάς. 

«Είσαι υπερήφανος για αυτό που έφτιαξες και δε θες να το αφανίσεις. Απολαμβάνεις το θρίαμβό σου και σε αντίθεση με αυτούς τους ερημίτες, ξέρεις πώς να το χρησιμοποιήσεις. Το να αφανίσεις το έργο σου σημαίνει ότι θα χαθεί για πάντα. Ποιος άλλος θα ξανάχει το υπέροχο μυαλό σου; Ποιος άλλος θα φτάσει στα δικά σου ύψη;» είπε ο Σαΐχούρ-εγώ και του έδειξε ένα χαμόγελο όλο δόντια.

«Και αν αφανίσεις αυτό το έργο σου, θα είσαι μόνο ο Τόνυ ο Σκουριάς. Ένας τεχνοανώμαλος φαντάρος, με τα παλιά σου, τελειωμένα εμφυτεύματα και μια σταθερή πόρνη που μάλλον έχεις αφήσει φυτό στην Τέρρα Πρίμα.» συμπλήρωσε το id-Tόνυ.
Ο άνδρας μέσα στο κενό κοίταξε τις τρεις εκφάνσεις του και ένιωσε να σφίγγουν το λαιμό του με τα βλέμματά τους, να τον πνίγουν. Αν τους άκουγε, δε θα έπαιρνε καμία απόφαση και όσο έμενε εδώ, μέσα στο νου του, η αποφασιστικότητά του εξανεμιζόταν.

«Ακούστε με καλά. Να τι θέλω να κάνετε.»

Και τους είπε. Οι εκφάνσεις του χαμογέλασαν και χάθηκαν μέσα στο κενό, καθώς επέστρεψε πίσω στον πραγματικό χρόνο, έξω από το μυαλό του.


[1] Προεπαφικός θεός της ψευδαίσθησης. Διαχειριστής του καστικού συστήματος της Πανανθρώπινης Αυτοκρατορίας.
[2] Προεπαφικός θεός του ανθρώπινου ιδανικού. Σύμβολο του τέλειου πολίτη, ευγενούς και βραχμάνου της Πανθαρώπινης Αυτοκρατορίας.
[3] Προεπαφική θεά της ευδοκίας. Σύμβολο του πλούτου και της δύναμης της Πανανθρώπινης Αυτοκρατορίας.

Post a Comment

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου